προσγεγραμμένα

προσγεγραμμένα
προσγράφω
write besides
perf part mp neut nom/voc/acc pl
προσγεγραμμένᾱ , προσγράφω
write besides
perf part mp fem nom/voc/acc dual
προσγεγραμμένᾱ , προσγράφω
write besides
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσγεγραμμένας — προσγεγραμμένᾱς , προσγράφω write besides perf part mp fem acc pl προσγεγραμμένᾱς , προσγράφω write besides perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγράφω — ΝΜΑ 1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένη το ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης αρχ. 1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”